Υπάρχει διέξοδος από την ενεργειακή κρίση;
Την περασμένη εβδομάδα, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) ανέφερε ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει την «πρώτη πραγματικά παγκόσμια ενεργειακή κρίση».
Άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στo dnews.gr 22 Οκτωβρίου 2022.
Τα πρώτα σημάδια υπήρχαν ήδη από το 2021, όμως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβάρυνε σημαντικά την κατάσταση με μακροχρόνιες, όπως προβλέπεται, επιπτώσεις στον ενεργειακό εφοδιασμό. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, οι μη προσιτοί λογαριασμοί ενέργειας αποτελούν τεράστιο πρόβλημα, λόγω του περιορισμού των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το μεγαλύτερο βάρος, βέβαια, πέφτει στα φτωχότερα νοικοκυριά που δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους για ενέργεια αλλά και εμμέσως λόγω των αυξημένων τιμών στα αγαθά πρώτης ανάγκης. Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα αναγνώρισε ανάμεσα στα κύρια εργαλεία για την ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών της ΕΕ την κοινή προμήθεια φυσικού αερίου και την επιβολή μηχανισμών περιορισμού των τιμών στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο φυσικού αερίου, συγκεκριμένες αποφάσεις δεν έχουν ακόμα ληφθεί.
Στην Ελλάδα, οι έως τώρα λανθασμένες πολιτικές επιλογές έχουν επιβαρύνει τη θέση της χώρας, καθιστώντας τη μία από τις πιο ευάλωτες και εντείνοντας ακόμη περισσότερο τις συνέπειες της διεθνούς κρίσης. Η κρίση ανέδειξε την ευθραυστότητα και τη μη βιωσιμότητα του τρέχοντος ενεργειακού μοντέλου της χώρας μας. Ο πρωταρχικός στόχος μιας εύρυθμης αγοράς ενέργειας πρέπει να είναι ο ασφαλής εφοδιασμός που παράγεται όσο το δυνατόν πιο βιώσιμα και σε προσιτές τιμές. Η άτακτη διακοπή της χρήσης του λιγνίτη, από την παρούσα αλλά και την προηγούμενη κυβέρνηση, με την αντίστοιχη αλματώδη αύξηση της εξάρτησης της χώρας από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, μείωσε δραστικά την ενεργειακή ασφάλεια. Παράλληλα, η κοινά αποδεκτή ανάγκη για ανάπτυξη των ΑΠΕ, όταν δεν συνοδεύεται από σχεδιασμό για αποθήκευση και αναβάθμιση των υποδομών και μένει στα χέρια των λίγων, δεν έχει τον αναμενόμενο αντίκτυπο στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Ως συνέπεια, σε όλη τη διάρκεια της κρίσης η χονδρική τιμή του ρεύματος και οι εμπορικές τιμές στη χώρα μας είναι από τις πιο ακριβές στην Ευρώπη.
Για την αντιμετώπιση της κρίσης αναγνωρίζεται και διεθνώς η ανάγκη για κρατικές δαπάνες, όμως έχει μεγάλη σημασία πού αυτές κατευθύνονται. Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει να επιδοτεί την κερδοφορία των παρόχων ενέργειας. Από την άλλη πλευρά, η παράταξη μας ήδη από την αρχή της κρίσης πρότεινε την επιβολή πλαφόν στη λιανική τιμή του ρεύματος, καθώς αποτελεί λύση που προτείνεται από την εργαλειοθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν επιτρέπει την υπέρμετρη κερδοσκοπία. Στην εφαρμογή αυτή του πλαφόν είναι αναγκαίο να υπάρχει κλιμάκωση ώστε να επωφεληθούν περισσότερο οι ασθενέστεροι.
Παράλληλα, η κρίση μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για την επιτάχυνση της πραγματικής πράσινης μετάβασης με δίκαιους, όμως, όρους διατηρώντας μέρος της παραγωγής λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα με γνώμονα την ενεργειακή ασφάλεια και τη βιωσιμότητα των λιγνιτικών περιοχών που σήμερα φτωχοποιούνται ανεξέλεγκτα. Μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, όπως η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων πόρων για την αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος είναι απαραίτητα. Τέλος, είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη των ΑΠΕ η αναβάθμιση του δικτύου μεταφοράς ενέργειας αλλά και η παροχή κινήτρων ώστε οι πολίτες αλλά και οι δημόσιοι φορείς να μπορούν να συμμετέχουν στην παραγωγή όσων καταναλώνουν.